Κορινθιακάς — Κορινθιακά̱ς , Κορίνθιος courtesan fem acc pl Κορινθιακά̱ς , Κορινθιακός courtesan fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Театр в Эпидавре — Археологические памятники Эпидавра* Sanctuary of Asklepios at Epidaurus** Всемирное наследие ЮНЕСКО … Википедия
CORINTHIACA — Graece, Κορινθιακὰ, titulus Operis metrici a Poeta Historico Eumelo conscripti, quô universam Historiam Corinthiacam complectebatur, ab ea divisione orsus; quae inter filios Solis facta est, Aeeten et Aloeum, usque ad reditum Iasonis et Medeae,… … Hofmann J. Lexicon universale
ЭВМЕЛ — • Ermēlus, 1. см. Άδμητος, Адмет; 2. эпический поэт из Коринфа (ок. 750 г. до Р. X.), написал Κορινθιακά, прозаическою обработкою которых воспользовался Павсаний, Ευρωπία (сказание о Европе и об основании Фив), Βουγονία,… … Реальный словарь классических древностей
SYNGRAPHAE — apud Ae. Spartian. in Adrianco, c. 7. Ad colligendam autem gratiam nihil praetermittens debitoribus ingentes summas remisit, syngraphis in Foro Divi Traiani incensis sunt Tabulae seu Chartae publicae, quae opstmodum Polyptica dicta, quibus nomina … Hofmann J. Lexicon universale
εύμηλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε… … Dictionary of Greek
κορινθιακός — ή, ό (ΑM κορινθιακός, ή, όν) [Κορινθία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο ή στην Κορινθία ή στους Κορινθίους ή προέρχεται από αυτούς (α. «κορινθιακός πόλεμος» β. «κορινθιακά αγγεία» γ. «κορινθιακή σταφίδα» δ. «κορινθιακό κιονόκρανο» ε.… … Dictionary of Greek
κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… … Dictionary of Greek